- ἀστεργάνωρ
- ἀστεργ-άνωρ [ᾱν], ορος, ὁ, ἡ,A without love of man, unwedded, παρθενία, of Io, A.Pr.898 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστεργάνωρ — ἀστεργάνωρ, η (Α) αυτή που δεν έχει αγάπη για τον άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στέργω + άνωρ < ανήρ (ανδρός)] … Dictionary of Greek
ἀστεργάνορα — ἀστεργά̱νορα , ἀστεργάνωρ without love of man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)